- νευραμινικός
- -η, -οφρ. «νευραμινικό οξύ»χημ. ονομασία οξέος που προέρχεται από τα αμινοσάκχαρα τα οποία βρίσκονται υπό μορφή σιαλικών οξέων σε πολλές γλυκοπρωτεΐνες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neuraminic (acid) < neur- (< νευρ[ο]-*) + aminic «αμινικός»].
Dictionary of Greek. 2013.